καμαρεύω

Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω, and καμαρεύουσα· φιλοπονοῦσα, πορίζουσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1316] über einander wölben, in ein Gewölbe zusammentragen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰρεύω: «σωρεύω. φιλοπονῶ. πορίζω. κακαπαθῶ. συνάγω» Ἡσύχ. (ἀμφίβ. λέξ.).