στορχάζειν
Greek (Liddell-Scott)
στορχάζειν: «εἰς σηκοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα», καὶ «στορχάσω· συγκλείσω» Ἡσύχ. (ἴσως τὸ κοινολεκτούμενον στρεχιάζω).
στορχάζειν: «εἰς σηκοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα», καὶ «στορχάσω· συγκλείσω» Ἡσύχ. (ἴσως τὸ κοινολεκτούμενον στρεχιάζω).