[ῡ], ον,
A unhurt, unimpaired, Plu.2.5e, Porph. ap. Eus. PE11.28.
[Seite 110] unbeschädigt, γήρᾳ Plut. ed. lib. 8.
ἀλύμαντος: [ῡ], -ον, ἄβλαπτος, μὴ παθὼν βλάβην, σῶος, Πλούτ. 2. 5Ε.