ἀλύμαντος
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], ον, unhurt, unimpaired, Plu.2.5e, Porph. ap. Eus. PE11.28.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 inalterable, incólume θείου συστήματος ... ἀλυμάντου del alma, Porph. en Eus.PE 11.28.3
•c. dat. γήρᾳ δ' ἀλύμαντος Plu.2.5e.
2 inalterado ἀλύμαντα τὰ τῆς προφορᾶς A.D.Pron.97.19, μέτρον Tz.Metr.Pind.23.27.
German (Pape)
[Seite 110] unbeschädigt, γήρᾳ Plut. ed. lib. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀλύμαντος: (ῡ) неповрежденный, невредимый: γήρᾳ ἀ. Plut. не стареющий.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύμαντος: [ῡ], -ον, ἄβλαπτος, μὴ παθὼν βλάβην, σῶος, Πλούτ. 2. 5Ε.
Greek Monolingual
ἀλύμαντος -ον (AM) λυμαίνομαι
αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος.