καρφηρός

Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

ά, όν, (κάρφος)

   A of dry straw, εὐναῖαι καρφηραί nests, E.Ion172:—misquoted as καρφυραί, Hsch.; cf. καρπυραί.

German (Pape)

[Seite 1331] von dürren Aehren, Halmen; εὐναίας καρφηρὰς θήσων Eur. Ion 173, wo Hesych. καρφυράς las u. αἱ ἐκ τῶν ξηρῶν ξύλων γενόμεναι κοῖται erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καρφηρός: -ά, -όν, (κάρφος) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. καρφίτης), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «καρφυραί· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».