Πινδάρειος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A of Pindar, ἔπος Ar.Av.939 (lyr.):—also Πινδᾰρικός, ή, όν, Plu.2.602f; σχῆμα Π. Eust.1110.52. Adv. -κῶς Id.21.14.
Greek (Liddell-Scott)
Πινδάρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― ὡσαύτως Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.