λαφύστιος
English (LSJ)
α, ον, (λαφύσσω)
A gluttonous, APl.1.15*, Lyc.215. II Pass., devoured, Id.791. III title of Zeus among the Minyae, Hdt.7.197; of Dionysus in Boeotia, EM557.51; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.
German (Pape)
[Seite 19] gefräßig, Ep. ad. 413 (Plan. 15) u. a. sp. D., γνάθοι Lycophr. 215. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφύστιος: -α, -ον, (λαφύσσω) λαίμαργος, ἀδηφάγος, Ἀνθ. Πλαν. 15, Λυκόφρ. 1234, κτλ.· ― ὄνομα τοῦ Διὸς παρὰ τοῖς Μινύαις, Ἡρόδ. 7. 197, ἴδε Müller Εὐμ. § 55. ΙΙ. Παθ., καταβρωθείς, κατασπαραχθείς, Λυκόφρ. 791.