ἀδηφάγος
English (LSJ)
ἀδηφάγον, (ἅδην)
A gluttonous, greedy, ἀνήρ Theoc.22.115; τὴν ἀδηφάγον νόσον S. Ph.313; ἀδηφάγος λύχνος, of a lamp that burns much oil, Alc.Com.21.
2 metaph., devouring much money, costly, τριήρεις Lys.Fr.39, cf. Philist.58; of racehorses, Pherecr.197, Ar.Fr.736.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀδδηφάγος Poll.6.41, Heph.Astr.Epit.4.91.5
• Prosodia: [ᾰδηφᾰ-]
1 ávidamente devorado, vorazmente consumido, ἐδωδή Orác. en ZPE 7.1971.207 (Dídima II d.C.).
2 que devora, voraz νόσος S.Ph.313
•de pers. y anim. glotón, voraz ἀνήρ Theoc.22.115, cf. Poll.l.c., Heph.Astr.l.c., de una serie de personajes famosos, Ael.VH 1.27
•de caballos de carreras adultos, Ar.Fr.758, Pherecr.212, Synes.Ep.132.268, ἵππων ζεύγει ἀδηφάγῳ op. πωλικός IG 22.2311.55 (IV a.C.), cf. Theopomp.Hist.250, Hsch., de otros anim. τὸ ζῷον Gp.19.7.6, de un asno, Aesop.200, de los elefantes, Ael.NA 2.11, del hipopótamo, Ach.Tat.4.3.2.
3 fig. que gasta mucho, que cuesta muy caro λύχνος Alc.Com.21, τριήρεις Lys.Fr.103S.
German (Pape)
[Seite 34] (die Schreibart ἀδδηφ. findet sich in vielen mss. u. editt., ist aber nach Buttm. Lexil. II, p. 133 verwerflich), viel (zur Genüge) essend, gefräßig, νόσος Soph. Phil. 313; ἀνήρ Theocr. 22, 115, ein Ringer, der viel ißt, um stark zu werden; ἵπποι, nach Harpocr. u. Phot., die Stellen aus comic. citiren; τέλειοι καὶ ἀγωνισταί, wohlgenährt, od. wie τριήρεις, die viel kosten; von den Staatsschiffen, Σαλαμινία u. Πάραλος, s. Moeris; λύχνοι Alc. com. bei Harpocr.; vgl. Ael. V. H. 1, 27, wo mehrere ἀδηφάγοι angeführt werden.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 vorace, glouton ; fig. ἀδηφάγος νόσος SOPH mal qui dévore;
2 fig. qui engloutit l'argent, coûteux.
Étymologie: ἅδην, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀδηφάγος: (φᾰ)
1 много съедающий, прожорливый (ἀνήρ Thuc.; ζῷα Plut.);
2 пожирающий, гложущий (νόσος Soph.);
3 поглощающий множество средств, разорительный (τριήρης Lys.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηφάγος: -ον, (ἄδην) ὁ ἐσθίων ὅσον δύναται νὰ φάγῃ καὶ πλέον ἔτι, πολύφαγος, λαίμαργος, ἀδ. ἀνήρ, ἐπὶ ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 115· τὴν ἀδ. νόσον, Σοφ. Φ. 313· ἀδ. λύχνος, ἐπὶ λυχνίας, ἥτις καταναλίσκει πολὺ ἔλαιον, Ἀλκαῖ. ἐν τῇ «Κωμῳδοτραγῳδίᾳ», 2. 2) μεταφ., ὁ καταναλίσκων πολλὰ χρήματα, πολυδάπανος, τριήρης, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., πρβλ. Φιλίστ. 58· οὕτω καὶ ἐπὶ ἵππων ἱπποδρομικοῦ ἀγῶνος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 36.
Greek Monotonic
ἀδηφάγος: -ον (ἅδην, φαγεῖν), πολυφάγος, λαίμαργος· ἀδηφάγος ἀνήρ, λέγεται για αθλητή, σε Θεόκρ.· τὴν ἀδηφάγον νόσον, αυτή την άπληστη πληγή ή θλίψη, τον αχόρταγο πόνο, σε Σοφ.
Middle Liddell
[ἄδην, φαγεῖν
eating one's fill, gluttonous, ἀδ. ἀνήρ, of an athlete, Theocr.; τὴν ἀδ. νόσον this devouring sore, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=πού τρώει πολύ, λαίμαργος). Ἀπό τό ἄδην (=πολύ) + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐσθίω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδηφαγῶ (=εἶμαι λαίμαργος), ἀδηφαγία (=λαιμαργία).
Translations
gluttonous
Albanian: hamës; Arabic: نَهِم, شَرِه; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: vraatzuchtig; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: glouton, gourmand, goulu; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: gefräßig, unersättlich; Greek: λαίμαργος; Ancient Greek: ἀδδηφάγος, ἀδηφάγος, ἀριστητής, ἀριστητικός, βορός, γαστερόπληξ, γαστρίμαργος, γάστρις, γαστροβόρος, γάστρων, γάστωρ, γλίσχρων, δουλογάστριος, ἐδώς, ἐνθεσίδουλος, ἐνθεσίψωμος, λάβρος, λαίμαργος, λίχνος, μάργος, μαργῶν, ψωμόδουλος; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: edax, gulosus, lurcinabundus; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Ottoman Turkish: اوبور, قورساقسز; Portuguese: guloso, glutão; Romanian: mâncăcios; Russian: прожорливый, ненасытный; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: glotón, goloso, garoso; Turkish: obur; Ukrainian: ненажерливий