μωμητέος
Greek (Liddell-Scott)
μωμητέος: -α, -ον, ὁ ἄξιος μώμου, Θ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, σελ. 93, 3. - μωμητέον, δεῖ μωμεῖσθαι, Ἐρωτιαν. σελ. 250, κλ.
μωμητέος: -α, -ον, ὁ ἄξιος μώμου, Θ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, σελ. 93, 3. - μωμητέον, δεῖ μωμεῖσθαι, Ἐρωτιαν. σελ. 250, κλ.