ποιητέος

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be made or done, Hdt.1.191, 7.15, Hp.Art.27, Pl.R.361c; εὐλάβειά τινος π. Antipho 3.3.11; τὸ π., = τί δεῖ ποιεῖν, Th.4.99.    II ποιητέον, one must make or do, And.3.16, Onos.22.2, etc.:—from Med., one must deem, περὶ πολλοῦ π. τὸ ἑαυτὸν γιγνώσκειν X.Mem.4.2.30.

Greek (Liddell-Scott)

ποιητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.