ποιητέος
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
α, ον,
A to be made or done, Hdt.1.191, 7.15, Hp.Art.27, Pl.R. 361c; εὐλάβειά τινος π. Antipho 3.3.11; τὸ π., = τί δεῖ ποιεῖν, Th.4.99.
II ποιητέον, one must make or do, And.3.16, Onos.22.2, etc.:—from Med., one must deem, περὶ πολλοῦ π. τὸ ἑαυτὸν γιγνώσκειν X.Mem.4.2.30.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιητέος -α -ον, adj. verb. van ποιέω, wat te doen staat: subst.. τὸ ποιητέον wat gedaan moet worden Thuc. 4.99; περὶ πολλοῦ ποιητέον εἶναι (zelfkennis) moet veel waard geacht worden Xen. Mem. 4.2.30.
Greek Monotonic
ποιητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.
Middle Liddell
ποιητέος, η, ον, [from ποίησις verb. adj.]
to be made or done, Hdt., Attic; τὸ ποιητέον what must be done, Thuc.