άδος, ἡ,
A vulture-haunted, πέτρα A.Supp.796(lyr.).
γῠπιάς: -άδος, ἡ, ὑπὸ γυπῶν οἰκουμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 796.