ἀμορβεύω
English (LSJ)
A follow, attend, c. dat., Nic.Fr.90:—Med., let follow, make follow, Id.Th. 349:—ἀμορβέω, Antim.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμορβεύω: ἀκολουθῶ, ὑπηρετῶ, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀποσπ. 35: - Μέσ., κάμνω ἢ ἀφίνω τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, ὁ αὐτ. Θ. 349· ὁ Ἀντίμ. (15) παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Δύμη ἔχει ἀμορβέω.