ἐκζωπυρέω

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A rekindle, πόλεμον Ar. Pax310 ; ἄνθρακας Plu. Mar.44 ; παλαιὰν συγγένειαν Id.Rom.29.

German (Pape)

[Seite 759] das glimmende Feuer wieder anfachen, ἐκκαίειν φυσῶντα ἢ ῥιπίζοντα B. A. 40; Theophr.; ἄνθρακας Plut. Har. 44. Uebertr., πόλεμον Ar. Pax 310, wie Plut. Crass. 10; συγγένειαν, erneuern, Rom. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκζωπῠρέω: ἀναζωπυρῶ, ἀνάπτω, πόλεμον Ἀριστοφ. Εἰρ. 310· ἄνθρακας Πλουτ. Μάρ. 44· τὴν παλαιὰν οἰκειότητα καὶ συγγένειαν ἐκζωπυρῆσαι, ἀναζωπυρῆσαι, ἀνανεῶσαι, ὁ αὐτ. Ρωμ. 29.