ἐκζωπυρέω
English (LSJ)
A rekindle, πόλεμον Ar. Pax310 ; ἄνθρακας Plu. Mar.44 ; παλαιὰν συγγένειαν Id.Rom.29.
German (Pape)
[Seite 759] das glimmende Feuer wieder anfachen, ἐκκαίειν φυσῶντα ἢ ῥιπίζοντα B. A. 40; Theophr.; ἄνθρακας Plut. Har. 44. Uebertr., πόλεμον Ar. Pax 310, wie Plut. Crass. 10; συγγένειαν, erneuern, Rom. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζωπῠρέω: ἀναζωπυρῶ, ἀνάπτω, πόλεμον Ἀριστοφ. Εἰρ. 310· ἄνθρακας Πλουτ. Μάρ. 44· τὴν παλαιὰν οἰκειότητα καὶ συγγένειαν ἐκζωπυρῆσαι, ἀναζωπυρῆσαι, ἀνανεῶσαι, ὁ αὐτ. Ρωμ. 29.