ἀπαδικέω
English (LSJ)
A with hold wrong fully, μισθὸν ἀ. τινός LXX De.24.14. II wrong, PLond.2.354.7 (i B. C., Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰδικέω: ἀδίκως κατακρατῶ, μισθόν ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτερ.
A with hold wrong fully, μισθὸν ἀ. τινός LXX De.24.14. II wrong, PLond.2.354.7 (i B. C., Pass.).
ἀπᾰδικέω: ἀδίκως κατακρατῶ, μισθόν ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτερ.