ἐπιπόρπωμα
German (Pape)
[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, Hesych. τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης; Plut. Alex. 32 als v. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόρπωμα: -αμα;· «τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης. καὶ τῶν ἱππέων ἡ τὰς χλανίδας συνέχουσα πόρπη» Ἡσύχ.
[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, Hesych. τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης; Plut. Alex. 32 als v. l.
ἐπιπόρπωμα: -αμα;· «τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης. καὶ τῶν ἱππέων ἡ τὰς χλανίδας συνέχουσα πόρπη» Ἡσύχ.