ἐπιπόρπωμα
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
German (Pape)
[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, Hesych. τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης; Plut. Alex. 32 als v. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόρπωμα: -αμα;· «τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης. καὶ τῶν ἱππέων ἡ τὰς χλανίδας συνέχουσα πόρπη» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπιπόρπωμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης, καὶ τῶν ἱππέων ἡ τὰς χλαμύδας συνέχουσα πόρπη».