προσκαθέλκω
English (LSJ)
aor. part. -ελκύσας,
A haul down besides, πλοῖα Plu.Cam.8.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαθέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα, καθέλκω, καταβιβάζω εἰς τὴν θάλασσαν προσέτι, πλοῖα Πλουτ. Κάμιλλ. 8.
aor. part. -ελκύσας,
A haul down besides, πλοῖα Plu.Cam.8.
προσκαθέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα, καθέλκω, καταβιβάζω εἰς τὴν θάλασσαν προσέτι, πλοῖα Πλουτ. Κάμιλλ. 8.