καταβιβάζω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
causal of καταβαίνω,
A make to go down, bring down, τινὰ ἀπὸ τῆς πυρῆς Hdt.1.87, cf. 86; τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νέα Id.8.119; στρατιώτας… εἰς τὴν Χώραν τῶν Φρυγῶν Hell.Oxy. 16.3; τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν Plu.Them.4; bring from town to country, Id.Cam.10; down into a mine, Th.7.86, Plu.2.262d: metaph., bring down, lower, κ. σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς τὸ δημοτικώτερον D.H.7.45:—Pass., κωμῳδία καταβιβασθεῖσα εἰς τὸ λογοειδές Str.1.2.6.
2 force to come down, εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον X.HG4.6.7, cf. Th.5.65; drive away, Hp.Prorrh.1.143.
II bring down, τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου D.H.1.8; τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα Luc.Rh.Pr.20.
III bring down the accent, i.e. throw it forward, A.D.Synt.213.16, EM774.34.
IV Astron., ὁ καταβιβάζων (sc. σύνδεσμος) the descending node, Vett.Val.30.6, Procl.Hyp.5.101.
French (Bailly abrégé)
ao. κατεβίβασα;
1 faire descendre : τινα ἀπό τινος qqn de qqe endroit ; τινα ἔκ τινος ἔς τι qqn d'un lieu dans un autre ; πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν PLUT prolonger une ville en la faisant descendre jusqu'à la mer;
2 faire descendre de force, repousser : τὸ στράτευμα εἰς τὸ ὁμαλόν XÉN l'armée dans la plaine;
3 p. anal. ramener en arrière, faire reculer : λόγον ἐπί τι ramener son discours à un certain point.
Étymologie: κατά, βιβάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βιβάζω, met acc., causat. maken dat... naar beneden gaat, naar beneden doen gaan:; κ. αὐτὸν ἀπὸ τῆς πυρῆς hem van de brandstapel laten afstappen Hdt. 1.87.2; overdr.:; κ. τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν de stad uitbreiden richting zee Plut. Them. 4.4; κ. τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα het betoog op de huidige situatie brengen Luc. 41.20; geneesk. pass. uitstromen, uitgescheiden worden.
German (Pape)
machen, daß Einer heruntergeht, heruntersteigen lassen, -führen, τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Her. 1.87; τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος εἰς κοίλην νῆα 8.119; τὰ βοσκήματα ἐκ τῶν ὀρῶν Xen. Hell. 4.6.5; τὸ στρατόπεδον ἐς τὸ ὁμαλὸν ἀπὸ τῆς ἀκρωνυχίας ib. 7; Sp., τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Plut. Them. 4; pass., Cam. 10; καταβιβάζω τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πολέμου Dion.Hal. 1.8, ich gehe in der Erzählung bis auf den Anfang des Krieges hinunter; übertragen, ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν ὑπερηφάνων αὐχημάτων ἐπὶ τὸ δημοτικόν, sich herabstimmen, 7.45. – Vom Akzent, ihn weiter vorrücken, EM. 774.33. – Καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ σπήλαιον Plat. Rep. VII.539e.
Russian (Dvoretsky)
καταβιβάζω:
1 сводить вниз (τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Her.): κ. τινὰ ἐκ τοῦ καταστρώματος εἰς κοίλην νῆα Her. заставить кого-л. спуститься с палубы во внутреннюю часть корабля; κ. τὰ βοσκήματα ἐκ τῶν ὀρῶν Xen. сгонять с гор стада;
2 отгонять, оттеснять (τὸ στρατόπεδον ἐς τὸ ὁμαλὸν ἀπὸ τῆς ἀκρωνυχίας Xen.);
3 смещать, передвигать, переносить (τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Plut.);
4 сводить, приводить (λόγον ἐπί τι Luc.);
5 сталкивать (вниз), низвергать (ἕως τοῦ Ἃιδου καταβιβάζεσθαι NT).
English (Strong)
from κατά and a derivative of the base of βάσις; to cause to go down, i.e. precipitate: bring (thrust) down.
English (Thayer)
1future passive καταβιβασθήσομαι; to cause to go down (Herodotus 1,87; Xenophon, Cyril 7,5, 18; the Sept. several times for הורִיד; to bring down, to cast down, thrust down: passive, ἕως ᾅδου (see ᾅδης, 2), R G T; Tr marginal reading WH text καταβήσῃ (which see 3)); εἰς ᾅδου, Ezekiel 31:16.
Greek Monolingual
(Α καταβιβάζω)
βλ. κατεβάζω.
Greek Monotonic
καταβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του καταβαίνω·
1. κάνω κάτι να κατέβει, κατεβάζω κάτι, σε Ηρόδ., Πλούτ.
2. κατεβάζω κάτι με τη χρήση βίας, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. καταβιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ καταβαίνω, καταβιβάζω, κοινῶς «καταιβάζω», καταβιβάσας τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Ἡρόδ. 1. 87, πρβλ. 86· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νῆα ὁ αὐτ. 8. 118· τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Πλουτ. Θεμιστ. 4· ὁδηγῶ ἔξω τῆς πόλεως, «καταβαβάζεσθαι ὑπὸ τοῦ διδασκάλου παῖδας περὶ τὰ τείχη περιπατήσοντας καὶ γυμνασομένους» ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 10· εἰς μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 2. 262E· -μεταφ., καταβίβασον ἀπὸ τῶν ὑπερηφάνων… αὐχημάτων… σεαυτὸν ἐπὶ τὸ δημοτικὸν Διον. Ἁλ. 7. 45. 2) ἀναγκάζω τι νὰ καταβῇ, κατεβίβασαν δὲ εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 7· κάμνω τι νὰ καταβῇ, κινῶ, καταβιβάζειν τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 80Β. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, καταβιβάζω τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ… πολέμου Διον. Ἁλ. 1. 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμματ. περὶ τοῦ τόνου, καταβιβάζω αὐτὸν ἐκ τῆς προπαραληγούσης εἰς τὴν παραλήγουσαν ἢ λήγουσαν, ὡς π.χ. ἄγγελος, ἀγγέλου, θρέψασαι, θρεψασῶν, ἢ ἐκ τῆς παραληγούσης εἰς τὴν λήγουσαν, λαβοῦσαι, λαβουσῶν, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 213, Ἐτυμολ. Μ. 774. 33, κτλ. IV. ἐπὶ τῶν ὠνίων, καταβιβάζω τὴν τιμήν, Σωκράτ. 424Β.
Middle Liddell
fut. Attic καταβιβῶ
1. Causal of καταβαίνω to make to go down, bring down, bring down, Hdt., Plut.
2. to bring down by force, Xen.
Chinese
原文音譯:katabib£zw 卡他-比巴索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-(行)步(化)
字義溯源:推下去,墜落,推,降落;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀναβιβάζω)同義字
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 你將被推(1) 路10:15;
2) 將降落(1) 太11:23
Lexicon Thucydideum
demittere, to let down, lower, 7.86.2,
deducere, to bring down, draw off, 5.65.4.