προσαγάλλω

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

aor. -ήγηλα,

   A honour besides, Eup.119.

German (Pape)

[Seite 747] (s. ἀγάλλω), noch dazu ehren od. zieren, προσαγήλωμεν, Eupolis bei Suid. v. άγῆλαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰγάλλω: ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, ἀγλαΐζω, προσέτι, «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ.