ἀγάλλω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
[ᾰ], Pi.O.1.86b, Ar.Th.128, etc.: fut. ἀγᾰλῶ Ar.Pax399, Theopomp.Com.47:aor. ἤγηλα D.C.44.48, etc., subj. ἀγήλω Hermipp. 8, inf. ἀγῆλαι E.Med.1027:—Pass., only pres. and impf. in early writers: aor. 1 inf. ἀγαλθῆναι D.C.51.20:—glorify, exalt, Pi.l.c., N.5.43: esp. pay honour to a god, ἄγαλλε Φοῖβον Ar.Th.128, cf. Pl. Lg.931a; ἀ. τινὰ θυσίαισι Ar.Paxl.c.; φέρε νῦν, ἀγήλω τοὺς θεούς Hermipp.l.c.; θεοὺς καρποῖς Xenocr. ap. Porph.Abst.4.22:—adorn, γαμηλίους εὐνάς E.l.c.:—Med. in act. sense, εὔιον ἀγαλλόμεναι θεόν E.Ba.157:—Pass., glory, exult in a thing, c. part., τεύχεα δ' Ἕκτωρ . . ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται Il.17.473; νικῶν Archil.66.4; ἣν ἕκαστος πατρίδα ἔχων . . ἀ. Th.4.95; but mostly c. dat., ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀγαλλόμενος Il.12.114; πτερύγεσσι 2.462; νῆες . . ἀ. Διὸς οὔρῳ Od.5.176; Μοῦσαι . . ἀ. ὀπὶ καλῇ Hes.Th.68; ἀσπίδι Archil. 6; ἑορταῖς E.Tr.452: in Prose, τῷ οὐνόματι ἠγάλλοντο Hdt.1.143, cf. Th. 2.44, Pl.Tht.176b; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι = strut in borrowed plumes, Luc.Apol.4; ἐπί τινι Th.3.82, X.Cyr.8.4.11; διὰ τἆλλα καὶ ὅτι . . D.C.66.2: c. acc., AP7.378 (Apollonid.): abs., Hdt.4.64, 9.109, Hp.Art.35, E.Ba.1197.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I en v. med.
1 ufanarse, enorgullecerse, presumir c. part. τεύχεα δ' Ἕκτωρ ... ἔχων ... ἀγάλλεται Αἰακίδαο Il.17.473, cf. 18.132, μήτε νικῶν ... ἀγάλλεο Archil.211.4, ἕκαστος πατρίδα ἔχων πρώτην ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἀγάλλεται Th.4.95
•c. dat. ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν Il.12.114, cf. Pi.Fr.215b.13, Th.6.41, (νῆες) ᾗσιν ἀγαλλόμενοι Od.6.272, ἵπποι ... θήλειαι πώλοισιν ἀγαλλόμεναι Il.20.222, de adornos, vestidos, cabellera κόσμῳ ἀγαλλομένην Hes.Th.587, χαίτῃσιν ἀγαλλόμεν' εὐπρεπέεσσιν Xenoph.3.5, Ἰσσηδοὶ χαίτησιν ἀγαλλόμενοι ταναῇσι Aristeas Epic.4, (ὀρνίθων ἔθνεα) ἀγαλλόμενα πτερύγεσσι Il.2.462, cf. h.Merc.553, ἡ μὲν καλλικόμοις πτόρθοις βοτρυώδεος οἴνης Χῖος ἀγαλλομένη CEG 606.7 (Ática IV a.C.), ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι = presumir con plumas ajenas Luc.Apol.4, ἀσπίδι Archil.12.1
•de los honores y lisonjas τῷ τε οὐνόματι Hdt.1.143, μύθῳ Nonn.D.10.217, ταῖς τιμαῖς X.Mem.2.1.33
•c. inf. subst. τῷ ἐμφανὴς εἶναι X.Ages.9.1, ἀγαλλομένους τῷ πείθεσθαι de los soldados, X.Oec.21.5
•c. prep. y dat. ζῶε δ' ἀγαλλόμενος σὺν ἐυσφύρῳ Ἠλεκτρυώνῃ Hes.Sc.86, ἐπὶ δὲ τῷ ἀγάλλονται Th.3.82, cf. X.Cyr.8.4.11, ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀ. de un toro, Aesop.119.1, de un ciervo, Aesop.76.1, c. χάριν y gen.: χάριν ἥβης Nonn.D.42.166
•abs. gloriarse, ufanarse Tyrt.1.20 (dud.), Hdt.4.64, 9.109.
2 deleitarse, regocijarse, disfrutar de dioses ἀγαλλόμεναιὀπὶ καλῇ, ἀμβροσίῃ μολπῇ de las Musas, Hes.Th.68, cf. Nonn.D.30.125, de Pan λιγυρῇσιν ἀγαλλόμενος φρένα μολπαῖς h.Pan.24
•de pers. c. dat. ἑορταὶ αἷς πάροιθ' ἠγαλλόμην de Casandra, E.Tr.452, c. prep. y dat. ὥσπερ δέ τις ἀγάλλεται ἐπὶ θεοσεβείᾳ ... οὕτως Μένων ἠγάλλετο τῷ ἐξαπατᾶν δύνασθαι X.An.2.6.26
•alegrarse, exultar, gozar, disfrutar c. part. πονῶν X.Ages.5.3, διαλεγόμενοι X.Hier.8.5
•c. dat. εὐτυχίαις, αἷς ποτε αὐτοὶ ἠγάλλεσθε Th.2.44.2, τῷ ὀνείδει Pl.Tht.176d, συνέφηβοι Ἑρμάωνι θεῷ πλεῖον ἀγαλλόμενοι IG 5(1).493.12 (Esparta II d.C.), c. dat. y ac. rel. τούτοις αὐτὸς ἀ. τὴν διάνοιαν Gr.Nyss.M.46.749A
•c. prep. y dat. ἐπὶ τῷ κέρδει X.Oec.3.8
•c. ac. ξυνὸν ἀγαλλόμενος καὶ τάφον ὡς θάλαμον AP 7.378 (Apollonid.), τὸν τόκον ἀ. Chrys.M.61.737
•personif. de las naves ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ Od.5.176, h.Ap.427, ἐλαία ... τῷ πλήθει τῶν καρπῶν ἀγαλλομένη Gr.Nyss.Pss.139.16.
II act.
1 honrar, exaltar (Πέλοπα) τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν δίφρον Pi.O.1.86, ἀγάλλει ... ὁμόσπορον ἔθνος Pi.N.5.43, αὐτόν D.C.47.18.2, cf. Gr.Nyss.Eun.2.154.
2 a un dios festejar, celebrar c. actos de culto θεάν E.HF 379, Φοῖβον Ar.Th.128, τοὺς θεούς Hermipp.8, θεόν D.C.51.25.5
•c. ac. del dios y dat. σε θυσίαισιν Ar.Pax 399, θεοὺς καρποῖς Xenocr.98
•a los antepasados τιμαῖς Pl.Lg.931d, cf. a
•v. med. mismo sent. festejar, celebrar ἀγαλλόμεναι θεόν E.Ba.157.
3 c. abstr. de fiesta celebrar γαμηλίους εὐνάς E.Med.1027, en v. med. mismo sent. c. ac. τὰ γενέσια ἀγάλλεσθαι celebrar el cumpleaños D.C.47.18.6.
4 ἀγάλλων jactancioso Sud.
• Etimología: De *gl̥Hu̯3-, cf. ἀγλαός y c. otro vocalismo γέλως, etc.
German (Pape)
[Seite 7] (entst. aus ἀγαλίω, von ἀγαλοσ = ἀγλαός, vergl. ἄγαν, ἄγαμαι), verherrlichen, schmücken (VLL. κοσμεῖν, τιμᾶν), δίφρον Pind. O. 1, 86; N. 5, 43; Eur. εὐνὰς γαμηλίους ἀγῆλαι Med. 1026, das Brautbett schmücken; θεάν Herc. Fur. 375; verehren, feiern, Aristoph. θυσίαισι προσόδοις τε ἀγαλοῦμέν σε Pax 396; ἄγαλλε Φοῖβον τιμᾷ Thesmoph. 128 (vgl. Plat. Leaa. XI, 931 a.); mehrere Fragm. der Komiker bei VLL., z. B. φέρε νῦν ἀγήλω τοὺς θεούς Hermipp. B. A. 328; καί σε ἀγαλματίοις ἀγαλοῦμεν Theopomp. ib., s. Ruhnk. ad Tim. 4. Auch noch Dio Cass. – Viel gebräuchlicher praes. u. im Pf Pass., sich zieren, erfreuen einer Sache (VLL. τέρπεσθαι), τινί, Hom. bes. partic., νῆες ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ Od. 5, 176, ὄρνιθες πτερύγεσσιν Il. 2, 462, ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν 12, 114; – Hes. ὀπὶ καλῇ Theog. 68; κόσμῳ 587; ἀσπίδι ἀγάλλεται Archil. 51; ἑορταῖς Eur. Troad. 452; ohne cas. Hacch. 1195 (vgl. φυτὰ τέθηλε, χλοάζει, ἀγάλλεται, Plut. curios. 5). – Auch wie das act., ἀγαλλόμεναι θεόν Bacch. 155; so öfter Orpheus Arg. u. Anth., ἀγάλλει (2 pers.) ἀμφὶ σῦκα Axionic. Ath. VIII, 842 c. – In Prosa eben so, Her. ἐφόρεε (τὸ φᾶρος) καὶ ἀγάλλετο 9, 109; τῷ ὀνόματι 1, 143; τῷ ὀνείδει Plat. Theaet. 176 d; Xen. oft, neben σεμνύνεσθαι Ages. 9, 1; neben μεγαλύνομαι Oec. 21, 5; ἐπί τινι Thuc. 3, 82 (wo αἰσχύνονται entgegensteht); Xen. Conv. 3, 14; An. 2, 6, 26, wo auch im schlimmen Sinne ἐπὶ τῷ ἀπατᾶν ἀγ. steht; τινά, bei Coluth. 16 (der aber sonst auch den dat. hat) u. Apollond. 23 (VII, 378). – Mit dem partic., Hom., ἀγάλλεται. τεύχεα ἔχων Il. 17, 473 u. 18, 132, – auch Archil. 81, Thuc. 4, 95; Xen. Ag. 5, 5 (opp. ᾐσχύνετο). Luc. sagt ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι, sich mit fremden Federn schmücken, pro merc. cond. 4.
French (Bailly abrégé)
f. ἀγαλῶ, ao. ἤγηλα, pf. inus. ; ao. Pass. ἠγάλθην, pf. inus.
1 orner, parer;
2 honorer par des présents, des offrandes;
Moy. ἀγάλλομαι (impf. ἠγαλλόμην) se glorifier, se réjouir τινί, ἐπί τινι de qch ; avec un part. d'avoir ou de faire qch.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Ϝαλ, briller.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάλλω: (ᾰγ) (fut. ἀγαλῶ; inf. aor. 1 ἀγῆλαι)
1 украшать, убирать (δίφρον Pind.; εὐνὰς γαμηλίους Eur.);
2 тж. med. прославлять, славить, чтить (θεόν Eur.; Φοῖβον τιμᾷ, θυσίαισί τινα Arph.);
3 med.-pass. красоваться, гордиться, радоваться (τινι Hom., Hes., Eur., Her., Thuc., Plat.): τῷ μὲν αἰσχύνεσθαι, τῷ δὲ ἀγάλλεσθαι Thuc. одного стыдиться, другим же гордиться; ἀγάλλεσθαί τι Anth. радоваться чему-л.; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσθαι погов. Luc. щеголять в чужих перьях.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλλω: [ᾰ], Πίνδ., Ἀττ. μέλλ. ἀγαλῶ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 399, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Πηνελόπῃ» 1: ἀόρ. ἤγηλα, Δίων Κ, κτλ. ὑποτ. ἀγήλω, Ἕρμιππ. ἐν «ἀρτοπώλεσι» 1· ἀπαρ. ἀγῆλαι, Εὐρ. Μήδ. 1026: - Παθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἀγαλθῆναι, Δίων Κ. 51. 20· πρβ. ἐπ-ἀγάλλω. Ποιῶ τινα ἔνδοξον, μεγαλύνω, τιμῶ· ἀγάλλων, Πίνδ. Ο. 1, 139· ἀγάλλει, Ν. 5, 79· ἰδίως, τιμῶ θεόν τινα, ἄγαλλε Φοῖβον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 128, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 931Α. ἀγάλλω τινὰ θυσίαισι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 396· φέρε νῦν ἀγήλω τοὺς θεούς, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: - κοσμῶ, εὐτρεπίζω· - γαμηλίους εὐνάς, Εὐρ. Μήδ. 1026. - Παθ. καυχῶμαι, εὐφραίνομαι, χαίρω, τέρπομαι ἐπί τινι, μεγαλαυχῶ ἐπί τινι, μετὰ μετοχ., τεύχεα δ’ Ἕκτωρ ... ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται Ἰλ. Ρ, 473, πρβλ. Σ. 132· ἣν ἕκαστος πατρίδα ἔχων ... ἀγ., Θουκ. 4. 95, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀγαλλόμενος, Ἰλ. Μ, 114· ὄρνιθες ἀγάλλονται πτερύγεσσι, Β, 462· νῆες ... ἀγ. Διὸς οὔρῳ, Ὀδ. Ε, 176· Μοῦσαι ... ἀγ. ὀπὶ καλῇ, Ἡσ. Θεογν. 68· ἀσπίδι, Ἀρχίλ. 5· ἑορταῖς, Εὐρ. Τρῳ 452· οὕτω παρὰ πεζοῖς: τῷ οὐνόματι ἠγάλλοντο, Ἡρόδ. 1. 143· πρβλ. Θουκ. 2. 44, τῷ ὀνείδει, Πλάτ. Θεαίτ. 176D· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγ., κομπάζω διὰ ξένα πτερά, Λουκ. Ἀπολ. 4· ὡσαύτως ἀγάλλεσθαι ἐπί τινι, Θουκ. 3. 82, 15, Ξεν. Κύρ. 8, 4, 11. Παρὰ μεταγενεστ. καὶ διά τι Δίων Κ. 66. 2· καὶ μετὰ αἰτ. Ἀνθ. Π. 7. 378· ἀπολύτως, Ἡρόδ. 4. 64., 9. 109, Ἱππ. Ἄρθρ. 802. Εὐρ. Βάκχ. 1197. - Πρβ. ἄγαλμα ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ἴδε καὶ Ἑλλ. ῥήματα Veitch.
English (Slater)
ᾰγάλλω honour, do honour to τὸν μὲν (sc. Πέλοπα) ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν δίφρον (O. 1.86) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (N. 5.43) med./pass.,]ν ἀγαλλομ[ (ἵπ[ποισι]ν ἀγαλλόμ[ενος supp. Snell ex alio papyri fragmento.) fr. 215b. 13.
Greek Monotonic
ἀγάλλω: [ᾰ], μέλ. ἀγᾰλῶ, αόρ. αʹ ἤγηλα, υποτ. ἀγήλω, απαρ. ἀγῆλαι — Παθ., κυρίως στον ενεστ. και παρατ.· κάνω κάποιον ένδοξο, κοσμώ, μεγαλύνω με αιτ.· ιδίως, αποδίδω τιμές σε έναν θεό· ἀγάλλω τινὰ θυσίαισι, σε Αριστοφ.· στολίζω, διακοσμώ, γαμηλίους εὐνάς, σε Ευρ. — Παθ., ευφραίνομαι, καυχώμαι, τέρπομαι με ένα πράγμα, με δοτ., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
[Pass., mostly in pres. and imperf.]
to make glorious, glorify, exalt, c. acc.: esp. to pay honour to a god, ἀγ. τινὰ θυσίαισι Ar.; to adorn, deck, γαμηλίους εὐνάς Eur.; Pass. to glory, take delight, exult in a thing, c. dat., Hom., Attic; absol., Hdt., etc.
Mantoulidis Etymological
(=μεγαλύνω, τιμῶ, στολίζω). Ἴσως προῆλθε ἀπό τό ἐπίθ. ἀγλαός (=στιλπνός, ὡραῖος) μέ μετάθεση φθόγγου-ἀγαλός μέ τό πρόσφυμα j → ἀγάλ-j-ω καί ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ → ἀγάλλω. Ἴσως ἀκόμη παράγεται ἀπό τό ρημ. ἀγάω -ῶ (=τιμῶ), ἤ ἀπό τό ἄγω, ἤ ἀπό τό ἄγαν (=πολύ). Ἀπό τό ἀγάλλω παράγονται οἱ λέξεις: ἄγαλμα, ἀγαλματίας (=ὄμορφος σάν ἄγαλμα), ἀγαλμάτιον (ὑποκορ. του ἄγαλμα), ἀγαλματοποιός, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματουργός, ἀγαλματουργία, ἀγαλματόω (=μεταμορφώνω σέ ἄγαλμα), ἀγαλμοειδής (=ὡραῖος σάν ἄγαλμα)
Léxico de magia
en v. med. ufanarse, regocijarse c. dat. κεστῷ ἀγαλλομένη Ἀφροδίτη Afrodita, que se regocija en su sujetador SM 49 72