νευράς

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

άδος, ἡ, Ion. name for ποτίρριον, Dsc.3.15, Plin.HN27.122.    II = δορύκνιον, ib.21.179.

German (Pape)

[Seite 246] άδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

νευράς: -άδος, ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ ποτήριον, Διοσκ. 3. 17, Πλίν. 27. 7. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν καλούμενον μανικόν, Πλίν. 21. 105.