ἀσπαλιεύομαι

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A angle, Suid.:—Act., fut. -εύσω, metaph. of a lover, Aristaen.1.17; ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι, AB183, may be f.l. for ἀσπαλιεῦσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπᾰλιεύομαι: ἀποθ. ἁλιεύω, ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις τύπος ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ ἁλιεία. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὄνομα ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».