συνεπιφθέγγομαι

Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A reinforce one's utterance, Id.Tim.27; ὁ αὐλὸς σ. τῷ παιᾶνι τὸ θεῖον sounds it with . ., Id.2.713a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφθέγγομαι: ἀποθ., ἐπιφθέγγομαι ὁμοῦ, εἴτε δαιμονίου τινὸς συνεπιφθεγξαμένου Πλουτ. Τιμολ. 27· συνεπιφθέγγεται (ὁ αὐλὸς) τῷ παιᾶνι τὸ θεῖον ὁ αὐτ. 2. 713Α.