συνεπιφθέγγομαι
μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good
{{LSJ1 |Full diacritics=συνεπιφθέγγομαι |Medium diacritics=συνεπιφθέγγομαι |Low diacritics=συνεπιφθέγγομαι |Capitals=ΣΥΝΕΠΙΦΘΕΓΓΟΜΑΙ |Transliteration A=synepiphthéngomai |Transliteration B=synepiphthengomai |Transliteration C=synepiftheggomai |Beta Code=sunepifqe/ggomai |Definition=reinforce one's utterance, Id.Tim.27; ὁ αὐλὸς σ. τῷ παιᾶνι τὸ θεῖον sounds it [[with . .]], [[Id.2.713a. }}
French (Bailly abrégé)
1]] faire résonner avec;
2 acclamer ou encourager avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφθέγγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιφθέγγομαι meeroepen.
German (Pape)
mit od. zugleich zurufen, Plut. Timol. 27 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφθέγγομαι:
1 звучать вместе, вторить (τῷ παιᾶνι Plut.);
2 подкреплять своим голосом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφθέγγομαι: ἀποθ., ἐπιφθέγγομαι ὁμοῦ, εἴτε δαιμονίου τινὸς συνεπιφθεγξαμένου Πλουτ. Τιμολ. 27· συνεπιφθέγγεται (ὁ αὐλὸς) τῷ παιᾶνι τὸ θεῖον ὁ αὐτ. 2. 713Α.
Greek Monolingual
ΜΑ
μιλώ ταυτοχρόνως με άλλον
αρχ.
1. λέω κάτι ενώ ταυτόχρονα γίνεται κάτι άλλο
2. μιλάω για το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφθέγγομαι «μιλώ, αναφέρω»].