δεῖν
English (LSJ)
A v. δεῖ.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖν: ἀπαρέμφ. τοῦ δέω, ἴδε ἐν λ. δεῖ. 2) συνηρ. οὐδ. μετοχ., ἴδε δεῖ ΙΙΙ. (ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 183 κἑξ.).
A v. δεῖ.
δεῖν: ἀπαρέμφ. τοῦ δέω, ἴδε ἐν λ. δεῖ. 2) συνηρ. οὐδ. μετοχ., ἴδε δεῖ ΙΙΙ. (ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 183 κἑξ.).