ἀπόλυμα

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A filth, Harp.s.v. ὀξυθυμία: in pl., fragments of tissue, Heliod. ap. Orib.44.10.13, Gal.19.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλῡμα: -ατος, τό, ἀκαθαρσία, «κάθαρμα», Ἁρποκρ. ἐν λέξει ὀξυθύμια, τά· κατὰ Γαληνὸν τ. 19, σ. 422, 1, ἀπόκριμα, τὸ ἐκκρινόμενον ὑγρόν, κατὰ δὲ τὸν σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 578) «ἀφοδεύματα».