ἀπόκριμα
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
-ατος, τό,
A judicial sentence, condemnation (= κατάκριμα, Hsch.), τὸ ἀ. τοῦ θανάτου 2 Ep.Cor.1.9.
2 (from Med.) answer, δοῦναί τισι Plb.12.26b.1; especially of the answers given by Emperors to legationes, ὁ ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἀ. SIG804.5 (Cos, i A. D.); ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν καὶ πρεσβειῶν καὶ ἀ. Suid. s.v. Διονύσιος, cf. IG12(1).2.4 (Rhodes, i A. D., pl.), J.AJ14.10.6; also of a proconsul of Asia, OGI 494.18 (Milet., ii A. D.).
b rescript, θεοῦ Ἁδριανοῦ PTeb.286.1 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 jur. sentencia judicial τὸ ἀ. τοῦ θανάτου 2Ep.Cor.1.9, cf. Hsch., Thdt.M.82.380B, sent. dud. PMur.113a.8 (II d.C.).
2 respuesta ἀ. δοῦναι τοῖς ... πρεσβευταῖς Plb.2.26b.1
•jur., frec. en plu. respuestas o rescriptos dados por los emperadores a peticiones que se les presentaban (o con motivo de un litigio, en su presencia) ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἀποκριμάτων IC 345.5 (I d.C.), cf. CRIA 7.3 (I a.C.), IG 12(1).2.4 (Rodas I d.C.), I.AI 14.210, Didyma 272.18 (I d.C.), PCol.123.1 (II/III d.C.), PTeb.286.1 (III d.C.), PMich.529.25 (III d.C.), Sud.s.u. Διονύσιος Ἀλεξανδρεύς.
German (Pape)
[Seite 308] τό, Antwort; Richterspruch, VLL. Bei Ael. H. A. 9, 15 zw.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 réponse;
2 sentence judiciaire, condamnation.
Étymologie: ἀποκρίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκρῐμα: ατος τό
1 ответ Polyb.;
2 решение, приговор NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρῐμα: -ατος, τό, δικαστικὴ ἀπόφασις, καταδίκη, «κατάκριμα» Ἡσύχ., τὸ ἀπ. τοῦ θανάτου Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Β΄, α΄, 9. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπόκρισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 28., 2349b. 23.
English (Strong)
from ἀποκρίνομαι (in its original sense of judging); a judicial decision: sentence.
English (Thayer)
ἀποκριτος, τό (ἀποκρίνομαι, which see in ἀποκρίνω), an answer: Isaiah, 'On asking myself whether I should come out safe from mortal peril, I answered, I must die. (Josephus, Antiquities 14,10, 6 of an answer (rescript) of the Roman senate; (similarly in Polybius excpt. Vat. 12,26{b}, 1).)
Greek Monolingual
το (AM ἀπόκριμα)
ό,τι αποβάλλεται από τον οργανισμό
αρχ.-μσν.
η καταδίκη.
Greek Monotonic
ἀπόκρῐμα: -ατος, τό, δικαστική απόφαση, καταδίκη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from ἀποκρίνω
a judicial sentence, NTest.
Chinese
原文音譯:¢pÒkrima 阿坡-克里馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-審判(果效)
字義溯源:斷定,正式宣判,答案;源自(ἀποκρίνομαι)=作出結論);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 斷定(1) 林後1:9