δισσολογέω
English (LSJ)
Att. διττ-,
A say twice, repeat, as in phrases like ἄπιστ' ἄπιστα, καινὰ καινά, Sch.E. Hec.688; go over again, Vett.Val.249.20. II call in question, leave doubtful, Simp. in Cael.194.17.
German (Pape)
[Seite 643] doppelt sagen, wiederholen, Synes.; ein Wort zweimal setzen, Schol. Ar. Plut. 585.
Greek (Liddell-Scott)
δισσολογέω: Ἀττ. διττ-, λέγω δὶς τὰ αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, ὡς ἐν φράσεσιν οἵα ἡ στεφάνῳ στεφανῶσαι, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 585.