περιδράσσομαι

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. περιδράττομαι,

   A grasp, τινος Ph.2.136, Hierocl. p.37 A., Plu.Cam.26, Lys. 17 : c. acc., -δεδράχθαι θαυμάσιον ἀγαθόν Phld.Mort.18 ; ἡ φύσις τοῦ παντὸς π. τὰ ἐν αὐτῇ Iamb. ap. Simp. in Cat. 375.9: abs., Ph.2.353 ; ὥσπερ ενιοι -δράττονται arrogantly claim, Phld.Rh.1.214 S.

German (Pape)

[Seite 573] att. -ττομαι, mit den Händen umfassen, Plut. Cam. 26, vgl. Lys. 17, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδράσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, κυρίως, λαμβάνω, πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, ἴχνη χειρῶν, αἷς ἀντελαμβάνετο καὶ περιεδράττετό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 26· δραχμὴν δὲ τοὺς ἓξ ὀβολούς· τοσούτους γὰρ ἡ χεὶρ περιεδράττετο, ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ, Λύσανδρ. 17· μεταφορ., ἡμεῖς τοῦ λόγου περιδραξώμεθα Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 64, 16, κλ.