Att. ἀφαρμόττω,
A not to suit, Oenom. ap. Eus.PE5.24.
[Seite 407] = ἀφαρμόττω, nicht zusammenpassen. ἄφαρος, 1) = ἀφάρωτος, Callim. frg. 183. – 2) Hesych. = ἀφαρής.
ἀφαρμόζω: Ἀττ. -ττω, δὲν ἁρμόζω, εἶμαι ἀπρεπής, Οἰνόμ. παρ' Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 217D.