Dor. ποτι-, ον,
A at the heart, ἕλκος Bion 1.17.
[Seite 767] dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.
προσκάρδιος: Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.