Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.
[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.
γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.