μοιχεύω
English (LSJ)
A commit adultery with a woman, debauch her, c. acc., Ar.Av.558, Lys. 1.15, Pl.R.360b:—Pass., of the woman, Ar.Pax980 (anap.); μοιχευθῆναί τινι Arist.HA586a3; μεμοιχεῦσθαι ὑπ' ἀλλήλων, of birds, ib.619a10. 2 metaph., worship idolatrously, τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον LXX Je.3.9. II intr., commit adultery, Xenoph.11.3; ἐμοίχευσάς τι Ar.Nu.1076, cf. X.Mem.2.1.5, Arist.EN1129b21. III metaph., in fut. Med. (in pass. sense), οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα her kisses shall not be adulterously stolen from me, Ach.Tat.4.8.
German (Pape)
[Seite 198] = μοιχάω, ein μοιχός sein; intr., Ar. Av. 793, vgl. Nubb. 1059; Xen. Mem. 2, 1, 5; und τινά, z. B. μοιχεύσοντες τὰς Ἀλκμήνας κατέβαινον, Ar. Av. 558; Plat. Rep. II, 360 b; γυναῖκα, Lys. 1, 4. 3, 66 u. A.; μοιχεύειν τὴν θάλατταν sagte Callicratds vom Konon, Plut. non posse 18, der es erkl. αἰσχρῶς καὶ κρύφα πειρᾶν καὶ παραβιάζεσθαι τὴν θάλατταν (vgl. μοιχάω); oft bei Sp., wie Luc. – Auch pass., μοιχευομένη ὑπό τινος, Ath. XIII, 578.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχεύω: ἐκτελῶ μοιχείαν μετὰ γυναικός, ἢ καθόλου διαφθείρω αὐτήν, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 558, Λυσίας 93. 8, Πλάτ. Πολ. 360Β· - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 986· μοιχεύεσθαί τινι ἢ ὑπό τινος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 7., 9. 32, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτελῶ μοιχείαν, Λατ. moechari, Ἀριστοφ. Νεφ. 1076, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.