ἀντιπαρατάσσομαι

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. ἀντιπαρατάττομαι, Med. and Pass.,

   A stand in array against, ἀλλήλοις Th.6.98, cf. X.HG1.3.5; ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Aeschin.3.257: metaph., hold one's ground against, Epicur.Fr.138: abs., stand in hostile array, Th.1.63; ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος in hostile array, Id.5.9; in a Com. metaph., ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι' ὀπτᾷ Men.518.12; λίαν -τεταγμένοι, of a hostile audience, Corn.Rh.p.360H.: c. acc., ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.An.4.8.9.    II Act., = Med., is dub. l. in Plb.9.26.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετὰ μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4.