ἀκταία
English (LSJ)
ας, ἡ,
A a Persian state robe, Democr.Ephes.1. II marble mortar, Clearch.65; cf. ἀκτίτης. III baneberry, Actaea spicata, Plin.HN27.43.
German (Pape)
[Seite 86] ἡ, 1) ein persisches Festkleid, bei Ath. XII, 525 d beschrieben. – 2), = ἀκτέα, Hollunderbaum, VLL. – 3) eine Marmorkugel, Clearch. Ath. XIV, 648 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκταία: -ας, ἡ, πολυτελέστατον Περσικὸν περίβλημα, ἐπίσημος στολή, Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 5251). ΙΙ. σφαῖρα ἐκ μαρμάρου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 648F. πρβλ. ἀκτίτης. ΙΙΙ. = ἀκτέα.