Adv., (ἀπαρκέω)
A sufficiently, Poll.9.154 (perh. f.l. for ἐπ-).
[Seite 280] hinreichend, VLL.
ἀπαρκούντως: ἐπίρρ. (ἀπαρκέω), ἀρκούντως, ἱκανῶς, Πολυδ. Θ΄, 154, ἴσως ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἐπαρκούντως.