κατεπιορκέω

Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A commit perjury against, τῶν θεῶν Nicol.Prog.in Rh.1.348, 365 W.    II Med., effect by perjury, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα D.54.40.

German (Pape)

[Seite 1396] einen Meineid schwören, τῶν θεῶν, Sp.; – οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα, um nicht durch einen Meineid die Sache durchzusetzen, Dem. 54, 40.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπιορκέω: ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα Δημ. 1269. 24.