περιρρήδην
English (LSJ)
Adv. of sq. 11,
A sloping, A.R.4.1581.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρήδην: Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.
Adv. of sq. 11,
A sloping, A.R.4.1581.
περιρρήδην: Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.