περιρρήδην

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρήδην Medium diacritics: περιρρήδην Low diacritics: περιρρήδην Capitals: ΠΕΡΙΡΡΗΔΗΝ
Transliteration A: perirrḗdēn Transliteration B: perirrēdēn Transliteration C: perirridin Beta Code: perirrh/dhn

English (LSJ)

Adv. of περιρρηδής ΙΙ, sloping, ARh. 4.1581.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρήδην: Ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν. (σημασ. ΙΙ), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1581.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε θέση ή σχήμα επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρρηδής κατά τα επιρρ. σε -δην (πρβλ. άρδην)].

German (Pape)

adv. zu περιρρηδής, Ap.Rh. 4.1581.