Adv.
A outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.
[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.
ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.