ἐκχρώννυμι

Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

   A impart a colour, ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.

German (Pape)

[Seite 787] (s. χρώννυμι), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχρώννῡμι: ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, χρώζω, χρωματίζω βαθέως: σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ χρῶμα αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.