ὀψιβλαστής

Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A late sprouting or shooting, ib.1.14.3, 6.6.10.

German (Pape)

[Seite 432] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιβλαστής: -ές, (βλαστάνω) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.