γηπετής
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.
ές, (πίπτω)
A falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.