γυροειδής
English (LSJ)
ές,
A like a circle, round. Adv. -δῶς Dsc.2.173.
German (Pape)
[Seite 512] ές, kreisförmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῡροειδής: -ές, ὅμοιος κύκλῳ, στρογγύλος.― Ἐπίρρ.–δῶς Διοσκ. 2. 204.
ές,
A like a circle, round. Adv. -δῶς Dsc.2.173.
[Seite 512] ές, kreisförmig, Sp.
γῡροειδής: -ές, ὅμοιος κύκλῳ, στρογγύλος.― Ἐπίρρ.–δῶς Διοσκ. 2. 204.