ἀναπετής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (πετάννυμι)

   A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6.    II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).

German (Pape)

[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.