πολυχαρής
English (LSJ)
ές, (χαίρω)
A feeling or causing much joy, An.Ox3.138, Hsch. s.v. πολυγηθές; graceful, ὁμοίωσις Phld.Lib.p.26 O.
German (Pape)
[Seite 676] ές, viele Freunde habend, Hesych. v. πολυγηθής.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ πολλὴν χαρὰν αἰσθανόμενος ἢ ἐμποιῶν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 138, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυγηθές.