ές,
A like, or of the colour of, coal, Ph.1.383.
[Seite 233] ές, kohlenartig, -farbig, Philo.
ἀνθρᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.