ἀνθρακώδης
English (LSJ)
ες,
A = ἀνθρακοειδής, Hp.Mul.11, Arist.Sens.437b17, Diog.Oen.8.
German (Pape)
[Seite 233] ες, kohlenartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκώδης: -ες, = ἀνθρακοειδής, μέλανα καὶ ἀνθρακώδεα Ἱππ. 595. 38, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 2, 7.