ές,
A half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον.
[Seite 140] ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.
μεσοτρῐβής: -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.